- ἀσβόλῳ
- ἄσβολοςsootmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀσβόλῳ — Ἄσβολος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… … Hofmann J. Lexicon universale
αποσβολώνω — (Μ ἀπασβολῶ, όω) κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή μσν. μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απασβολώνω < απ(ο) * + ασβολώνω (< αρχ. ασβολώ*) «προξενώ σε κάποιον αναστάτωση με αιφνιδιαστική είδηση ή ενέργεια, προσβάλλω … Dictionary of Greek
ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… … Dictionary of Greek
κατασβολώ — κατασβολῶ, όω και κατασβολώνω (Μ) 1. κατακαλύπτω με καπνιά 2. εξουθενώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσβολῶ (< ἄσβολος, ἡ «στάχτη»)] … Dictionary of Greek
συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] … Dictionary of Greek